ἐπιτιμίᾳ — ἐπιτιμίᾱͅ , ἐπιτίμιος honourable fem dat sg (attic doric aeolic) ἐπιτῑμίαι , ἐπιτιμία the condition of an fem nom/voc pl ἐπιτῑμίᾱͅ , ἐπιτιμία the condition of an fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτιμία — ἐπιτιμία, ἡ (Α) [επίτιμος] 1. η ιδιότητα ή κατάσταση τού επίτιμου πολίτη, που απολαμβάνει όλα τα πολιτικά δικαιώματα και προνόμια («τὴν οὐσίαν ἢ τὴν ἐπιτιμίαν τινὸς ἀφελόμενος», Αισχίν.) 2. νόμιμη τιμωρία, ποινή («oἱ δὲ ἀσεβεῑς καθὰ ἐλογίσαντο… … Dictionary of Greek
ἐπιτίμια — ἐπιτίμιον value neut nom/voc/acc pl ἐπιτίμιος honourable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτιμίας — ἐπιτιμίᾱς , ἐπιτίμιος honourable fem acc pl ἐπιτιμίᾱς , ἐπιτίμιος honourable fem gen sg (attic doric aeolic) ἐπιτῑμίᾱς , ἐπιτιμία the condition of an fem acc pl ἐπιτῑμίᾱς , ἐπιτιμία the condition of an fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτιμίαι — ἐπιτιμίᾱͅ , ἐπιτίμιος honourable fem dat sg (attic doric aeolic) ἐπιτῑμίαι , ἐπιτιμία the condition of an fem nom/voc pl ἐπιτῑμίᾱͅ , ἐπιτιμία the condition of an fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'πιτίμια — ἐπιτίμια , ἐπιτίμιον value neut nom/voc/acc pl ἐπιτίμια , ἐπιτίμιος honourable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀπιτίμια — ἐπιτίμια , ἐπιτίμιον value neut nom/voc/acc pl ἐπιτίμια , ἐπιτίμιος honourable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτιμίαν — ἐπιτιμίᾱν , ἐπιτίμιος honourable fem acc sg (attic doric aeolic) ἐπιτῑμίᾱν , ἐπιτιμία the condition of an fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτίμιο — το (AM ἐπιτίμιον) [επιτιμώ] (συνήθως στον πληθ. επιτίμια) ποινή, τιμωρία, πρόστιμο («τοῑσι δὲ παρακτωμένοισι ξεινικοὺς νόμους τοιαῡτα ἐπιτίμια διδοῡσι», Ηρόδ.) μσν. νεοελλ. τιμωρία σωματική ή χρηματική που επιβάλλει ο ιερέας ως πνευματικός σε… … Dictionary of Greek
Dikastes — Dicast redirects here. For the process of casting dies with molten metal, see die casting. Dikastes (Greek: δικαστής, pl. δικασταί) was a legal office in ancient Greece that signified, in the broadest sense, a judge or juror, but more… … Wikipedia